μαγάρισμα — το (Μ μαγάρισμα) [μαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαγαρίζω, ρύπανση, μόλυνση νεοελλ. στον πληθ. τα μαγαρίσματα οφθαλμική νόσος τών ζώων μσν. βρομιά, βδέλυγμα, σιχασιά … Dictionary of Greek
επικακκασμός — ἐπικακκασμός, ὁ (Μ) μαγάρισμα, βρομιά, ρύπος … Dictionary of Greek
μίανση — η (Α μίανσις) [μιαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα 2. μόλυνση, ρύπανση 3. μτφ. ηθική μόλυνση … Dictionary of Greek
μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μαγαρισμός — ο (Μ μαγαρισμός) [μαγαρίζω] μαγάρισμα, μόλυνση, λέρωμα μσν. η μωαμεθανική θρησκεία … Dictionary of Greek